Εφαρμογή του

rapporter στα ελληνικά
rapporter
λέγεται
ραπορτέ
.
rapporter
σημαίνει στα ελληνικά
αποφέρω / παραθέτω / αναφέρω / φέρνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- carrelet / pointe rapportée : αντικαταστατό υνί / ανταλλάξιμο υνί αρότρου
- tourteau / fraise à lames : φρέζα με λάμες
- alésoir / alésoir creux à lames rapportées : γλείφανο με οπή και μετωπικά διαταγμένους κοχλίες συγκράτησης
- plaque Faure / plaque à oxyde rapporté : πλάκα συσσωματωμένου οξειδίου
- grain / outil rapporté : φερόμενο εργαλείο
- lame rapportée : πρόσθετη λεπίδα
- grain rapporté / coquille rapportée : ένθετη μήτρα σφυρηλασίας
- lame rapportée : κοπέας
- filet rapporté / insert taraudé : παρέμβλημα με σπείρωμα / σπειροτομημένο παρέμβλημα
- pièce rapportée : διακοσμητικό κομμάτι
Subscribe
0 Comments