Εφαρμογή του

raser στα ελληνικά
raser
λέγεται
ραζέ
.
raser
σημαίνει στα ελληνικά
ξυρίζω / ισοπεδώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- raser / tondre : ξυρίζω / κουρεύω
- raser / tondre : φινίρω το πέλος του υφάσματος
- coupe rase / coupe à blanc : κοπή δένδρων
- coupe rase / coupe blanche : ολική ξύλευση / αποψιλωτική υλοτομία
- rase-mottes : πτήση ελάχιστου ύψους
- aéroglisseur / appareil à coussin d'air : αερόστρωμνο όχημα / αερολισθαίνον όχημα
- crème à raser : κρέμα ξυρίσματος
- visée rasante : πολύ χαμηλή σκόπευση
- rase campagne : ανοιχτή χώρα
- barre danoise / barre de coupe rase : μαχαίρι για χαμηλή κοπή / μαχαίρι για κοπή μικρού ύψους
Subscribe
0 Comments