Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

rattacher στα ελληνικά
rattacher
λέγεται
ρατασέ
.
rattacher
σημαίνει στα ελληνικά
συνδέω / υπάγω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- rattache / rattachement : ένωση
- réserve / queue de rattache : άκρο σύνδεσης μεταφορέα
- code rattaché : συνδεδεμένος κωδικός / προσαρτημένος κωδικός
- point rattaché : βοηθητικό σημείο / εξαρτημένο σημείο
- gare rattachée : σταθμός εξαρτημένος
- ELN / enregistreur de localisation nominal : οικείος καταχωρητής θέσης αναζήτησης
- monnaie satellite / monnaie rattachée à une autre monnaie : νόμισμα-δορυφόρος
- rattacher une monnaie à / fixer le taux de change par rapport à : προσδένω ένα νόμισμα σε
- titre rattaché à des actions / obligation apparentée aux actions : ομολογιών / τίτλος εξαγοράς μετοχών
- personnel et comptes rattachés : αμοιβές και έξοδα προσωπικού
Subscribe
0 Comments


