Εφαρμογή του

rattraper στα ελληνικά
rattraper
λέγεται
ρατραπέ
.
rattraper
σημαίνει στα ελληνικά
προφθάνω / προλαβαίνω / συγκρατώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- rattraper : καλύπτω χαμένο εργασιακό χρόνο
- rattraper : εργάζομαι εκ των προτέρων
- rattraper le jeu : διορθώνω το τζόγο από φθορά
- chronographe à rattrapante : χρονογράφος δύο δεικτών
Subscribe
0 Comments