Εφαρμογή του

réalisable στα ελληνικά
réalisable
λέγεται
ρεαλιζάμπλ
.
réalisable
σημαίνει στα ελληνικά
πραγματοποιήσιμος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- réalisable / mobilisable : εξαργυρώσιμο
- liquidité / avoir liquide : ρευστά περιουσιακά στοιχεία
- cours du jour / valeur présente : τιμή ημέρας / τρέχουσα αξία
- actif circulant : κυκλοφορούν ενεργητικό
- actif circulant / actif disponible : κυκλοφορούν ενεργητικό
- actif réalisable / actif réalisable et disponible : ρευστοποιήσιμο ενεργητικό
- valeur réalisable : τρέχον ενεργητικό
- actifs réalisables : ρευστοποιήσιμο ενεργητικό
- demande réalisable : εφικτή ζήτηση
- actifs réalisables : στοιχεία του ενεργητικού ρευστοποιήσιμα
Subscribe
0 Comments