Εφαρμογή του

réaliser στα ελληνικά
réaliser
λέγεται
ρεαλιζέ
.
réaliser
σημαίνει στα ελληνικά
πραγματοποιώ / αντιλαμβάνομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- réaliser / donner une forme liquide à : εξαργυρώνω / πραγματοποιώ
- gain latent / gain non réalisé : μη πραγματοποιηθέν κέρδος
- compoundage / post-isolation : σφράγισμα
- perte latente / perte non réalisée : μη πραγματοποιηθείσα ζημία
- prix obtenu / prix réalisé : πραγματοποιηθείσα τιμή
- risque réalisé : κίνδυνος που επήλθε / κίνδυνος που πραγματοποιήθηκε
- bénéfice réalisé : πραγματοποιηθέν κέρδος
- profits réalisés : πραγματοποιηθένα κέρδη
- emballage stretch / emballage réalisé par plongée : συσκευασία με θερμοσυρρικνούμενο φιλμ / συσκευασία με θερμοσυρρικνούμενη μεμβράνη
- profil à réaliser : γραμμή κλίσεως
Subscribe
0 Comments