Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

récent στα ελληνικά
récent
λέγεται
ρεσάν
.
récent
σημαίνει στα ελληνικά
πρόσφατος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- lignite récent : πρόσφατος λιγνίτης
- moraine récente : πρόσφατη μοραίνα
- industrie naissante / industrie de création récente : νεοσύστατη βιομηχανία
- marque plus récente : πλέον πρόσφατο σήμα
- industrie naissante / industrie de création récente : νηπιακή βιομηχανία
- modification récente : αλλαγή εν λειτουργία
- jurisprudence récente : τελευταία νομολογία
- révision annuelle récente : πρόσφατη ετήσια επιθεώρηση
- exigence d'expérience récente : απαιτήσεις επικαιρότητας
- bloc de modifications récentes : πλοκάδα πρόσφατης αλλαγής
Subscribe
0 Comments


