Εφαρμογή του

recharger στα ελληνικά
recharger
λέγεται
ρεσαρζέ
.
recharger
σημαίνει στα ελληνικά
φορτώνω / γεμίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- M1930-9 / recharge : ανατροφοδότηση
- recharge / raveinement : ανατροφοδότηση του συστήματος υπόγειων υδάτων
- rechargé : επαναφορά υλικού με προσθετική ηλεκτροκόλληση
- recharge / cartouche de rechange : ανταλλακτική φύσιγγα μελάνης
- puisard / puits de recharge des nappes : φρεάτιο / κοιλότητα αποστράγγισης
- recharge aval / recharge amont : σώμα στήριξης
- recharge de pieds : αντίβαρο ποδός φράγματος
- puits de recharge : φρέαρ εμπλουτισμού
- recharge de talus : επίχωμα αντιστήριξης πρανούς
- point de recharge : σημείο επαναφόρτισης
Subscribe
0 Comments