Εφαρμογή του

réchauffer στα ελληνικά
réchauffer
λέγεται
ρεσοφέ
.
réchauffer
σημαίνει στα ελληνικά
ζεσταίνω / αναθερμαίνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- réchauffer : αναθέρμανση
- réchauffe / post-combustion : μετάκαυση
- post-brûleur / dispositif de réchauffe : χώρος μετάκαυσης
- chauffeur(B + L) / conducteur de four à réchauffer : κλιβανιστής
- caillé réchauffé : αναθέρμανση τυροπήγματος
- normaliser le joint / normaliser la soudure : ρυθμίζω τον αρμό με αναθέρμανση / κανονικοποιώ τη συγκόλληση με αναθέρμανση
- tube Pitot réchauffé : θερμανθείς σωλήνας pitot
- chauffeur de fours(B) / conducteur de four à réchauffer : κλιβανιστής φρεατοκλιβάνου
- carburateur réchauffé / carburateur réchauffé par l'échappement : εξαεριωτής με προθέρμανση από την εξαγωγή / καρμπιρατέρ με προθέρμανση από την εξαγωγή
- abreuvoir réchauffant : θερμαινόμενη ποτίστρα
Subscribe
0 Comments