Εφαρμογή του

rêche στα ελληνικά
rêche
λέγεται
ρες
.
rêche
σημαίνει στα ελληνικά
δριμύς / άγριος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- poil rêche : τραχύ τρίχωμα / σκληρό τρίχωμα
- grain rêche : τραχύ πρόσωπο
- toucher rêche : τραχύ στήν αφή / τραχύ στο πιάσιμο
- rèche à toucher les fibres : τραχεία υφή / τραχύτητα ίνας
Subscribe
0 Comments