Εφαρμογή του

reconnaissant στα ελληνικά
reconnaissant
λέγεται
ρεκονεσάν
.
reconnaissant
σημαίνει στα ελληνικά
ευγνώμων / ευγνωμονών
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- point reconnu : σημείο έρευνας κοιτάσματος
- marché reconnu : αναγνωρισμένο χρηματιστήριο
- vaccin reconnu : αναγνωρισμένο εμβόλιο
- enfant reconnu : αναγνωρισμένο τέκνο
- réfugié reconnu : έχων το καθεστώς του πρόσφυγα
- employeur agréé : αναγνωρισμένος εργοδότης
- "règle de l'art" / règle technique reconnue : "κανόνας της τέχνης" / αναγνωρισμένος κανόνας της τεχνικής
- dépense reconnue : δαπάνη που αναγνωρίζονται
- âge reconnu exact : δηλωθείσα ηλικία
- marchés reconnus : αναγνωρισμένα χρηματιστήρια
Subscribe
0 Comments