Εφαρμογή του

redevable στα ελληνικά
redevable
λέγεται
ρεντεβάμπλ
.
redevable
σημαίνει στα ελληνικά
οφειλέτης / υποχρεωμένος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- redevable : υπόχρεος στο φόρο / οφειλέτης του φόρου
- redevable : οφειλέτης
- redevable / contribuable : φορολογούμενος
- assujetti / sujet fiscal : υποκείμενος στο φόρο / άτομο υποκείμενο στο φόρο
- redevable de la taxe : υπόχρεος του φόρου
- redevable d'information : υπόχρεος παροχής πληροφοριών
- redevable de l'information : υπόχρεος υποβολής πληροφοριών / υπόχρεος παροχής των πληροφοριών
- redevable de la taxe à l'importation : υπόχρεος του φόρου κατά την εισαγωγή
Subscribe
0 Comments