Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

redresser στα ελληνικά
redresser
λέγεται
ρεντρεσέ
.
redresser
σημαίνει στα ελληνικά
αναστυλώνω / επαναφέρω / se redresser σηκώνομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- redresser : επαναφέρω
- apiquer / redresser : ανορθώνω
- se redresser : επιβραδύνω την αναπρώρηση του πλοίου στρέφοντας το πηδάλιο στην αντίθετη κατεύθυνση
- signal détecté / signal redressé : ανορθωμένο σήμα
- valeur redressée : απόλυτη τιμή / ανορθωμένη τιμή
- courant redressé : ανορθωμένο ρεύμα
- mosaique redressée : δεσμευμένο φωτομωσαϊκό
- presse à redresser : πρέσα ανόρθωσης / πρέσα ισιώματος ίνας
- courant à redresser : ρεύμα ανόρθωσης
- gaucherie redressée : που εκτείνεται από δεξιά προς τα αριστερά
Subscribe
0 Comments


