Εφαρμογή του

rééducation στα ελληνικά
rééducation
λέγεται
ρεεντυκασιόν
.
rééducation
σημαίνει στα ελληνικά
αναμόρφωση / φυσιοθεραπεία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- réinsertion / rééducation : αποκατάσταση
- rééducation : αποκατάσταση / επανεκπαίδευση
- orthophonie / rééducation de la parole : ορθοφωνία / ορθοφωνητική θεραπεία
- recyclage / reclassement : μετεκπαίδευση / επαγγελματικός επαναπροσανατολισμός
- rééducation : επανορθωτική αγωγή
- kinésithérapie / rééducation respiratoire : κινησιοθεραπεία / αναπνευστική επανεκπαίδευση
- CRIC / Centre rééducation invalides civils : Κέντρο Επανεκπαίδευσης Ανάπηρων Πολιτών
- CRP / Centre de rééducation professionnelle : Κέντρο Επαγγελματικής Επανεκπαίδευσης
- cours de rééducation : μαθήματα επιμόρφωσης
- réeducation vésicale : αγωγή των σφιγκτήρων
Subscribe
0 Comments