Εφαρμογή του

référer στα ελληνικά
référer
λέγεται
ρεφερέ
.
référer
σημαίνει στα ελληνικά
παραπέμπω / se référer αναφέρομαι / ανατρέχω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- référé / référent : αντικείμενο αναφοράς
- en référé : (με) συνοπτική διαδικασία
- demande en référé : αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων
- statuer en référé : αποφασίζει σύμφωνα με την επ'αναφορά διαδικασία
- jugement de référé / ordonnance sur référé : αποφάσια κατόπιν συνοπτικής διαδικασίας
- instance en référé / procédure en référé : διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων / διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων
- procédure de référé : διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων
- procédure incidente / juridiction des référés : παρεμπίπτουσα διαδικασία / τμήμα ασφαλιστικών μέτρων
- procédure de référé : διαδικασία λήψης ασφαλιστικών μέτρων
Subscribe
0 Comments