Εφαρμογή του

réflexe στα ελληνικά
réflexe
λέγεται
ρεφλέξ
.
réflexe
σημαίνει στα ελληνικά
αντανακλαστικό
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- réflexe : αντανακλαστικό
- arc réflexe : αντανακλαστικό τόξο
- réflexe anal : πρωκτικό αντανακλαστικό
- voie réflexe : αντανακλαστική οδός
- réflexe axial : αξονικό αντανακλαστικό
- chémo-réflexe / réflexe par excitation des chémorécepteurs : χημειοαντανακλαστικό
- réflexe buccal : αντανακλαστικό του στόματος
- réflexe croisé : διασταυρωμένο αντανακλαστικό / συμπαθητικό αντανακλαστικό σε ερεθισμό της αντίθετης πλευράς
- réflexe spinal : νωτιαίο αντανακλαστικό
- asthme réflexe : αντανακλαστικό άσθμα
Subscribe
0 Comments