Εφαρμογή του

regard στα ελληνικά
regard
λέγεται
ρεγκάρ
.
regard
σημαίνει στα ελληνικά
βλέμμα / κοίταγμα / au regard de ως προς
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- oculus / regard : υαλόφρακτο άνοιγμα παρατηρήσεως
- regard : φρεάτιο επίσκεψης
- regard / mouchard : θυρίδα παρατηρήσεως
- regard : οπή παρατήρησης
- regard : φρέατα επισκέψεως
- regard / regarder : κοιτάζω
- tampon / couvercle de regard : κάλυμμα φρεατίου επισκέψεως
- tube viseur / regard d'huile : ελαιοδείκτης / δείκτης στάθμης λαδιού
- plan visuel / plan du regard : οπτικό επίπεδο
- regard bovin : βοοπία / περιπαθές βλέμμα των βοοειδών οφθαλμών των υστερικών
Subscribe
0 Comments