Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

régir στα ελληνικά
régir
λέγεται
ρεζίρ
.
régir
σημαίνει στα ελληνικά
διέπω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- régie / contrôle d'état : κρατικός έλεγχος
- régie : διοίκηση / εποπτεία
- régie : regie
- régie : δημόσια επιχείρηση
- CIRCE / charte interbancaire régissant les conditions d'échange du système interbancaire de télécompensation : CIRCE
- Mémorandum d'accord sur les règles et procédures régissant le règlement des différends / MRD : Μνημόνιο Συμφωνίας σχετικά με τους κανόνες και τις διαδικασίες που διέπουν την επίλυση των διαφορών
- code RO / code régissant les organismes reconnus : κώδικας ΑΟ / κώδικας αναγνωρισμένων οργανισμών
- quasi-régie / prestations intégrées : αυτεπιστασία
- régie finale / cabine de programme : συσκευές στούντιου συνέχειας
- ouvrier prêté / ouvrier en régie : εργάτης υπό δανεισμό
Subscribe
0 Comments


