Εφαρμογή του

réglage στα ελληνικά
réglage
λέγεται
ρεγκλάζ
.
réglage
σημαίνει στα ελληνικά
ρεγουλάρισμα / κανόνισμα / ρύθμισμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- réglage / mise au point : ρύθμιση / προσαρμογή
- lissage / réglage : τελική διαμόρφωση
- réglage / opération d'alignement : αλφάδιασμα / ευθυγράμμιση
- réglage / régulation : ρύθμιση
- réglage / alignement : ευθυγράμμιση κυκλώματος
- réglage : ρύθμιση
- réglage : ρίγωμα / χαράκωμα
- régleur / appareil de réglage de débit de fluide : συσκευή ρύθμισης ροής ψυκτικού μέσου
- CAA,CAG / antifading : αντιδιαλειπτική διάταξη / αυτόματη ρύθμιση απολαβής
- contour / correction physiologique : ρύθμιση ακουστότητας
Subscribe
0 Comments