Εφαρμογή του

régler στα ελληνικά
régler
λέγεται
ρεγκλέ
.
régler
σημαίνει στα ελληνικά
ρεγουλάρω / ρυθμίζω / κανονίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- régler / dresser(une surface) : εξομαλύνω / ομαλοποιώ
- régler : ριγώνω / χαρακώνω
- régler : βελτιστορρυθμίζω
- régler / ajuster : ρυθμίζω / τοποθετώ
- poutre / barre de découpe : Mηχανισμός αποκοπής
- règles : κανόνες
- ROEREQ / demande de ROE : αίτηση για κανόνες εμπλοκής / ROEREQ
- norme / règle de droit : κανόνας δικαίου
- règles / menstrues : έμμηνα / καταμήνια
- règle : βέργα λείανσης
Subscribe
0 Comments