Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

régularisation στα ελληνικά
régularisation
λέγεται
ρεγκυλαριζασιόν
.
régularisation
σημαίνει στα ελληνικά
ταχτοποίηση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- régularisation : νομιμοποίηση
- régularisation : αναπροσαρμογή / διακανονισμός
- régularisation / contrôle de crue : έλεγχος των πλημμύρων
- actif couru / revenu couru : δεδουλευμένο εισόδημα
- régularisations : λογιστικοί διακανονισμοί
- passif couru / frais à payer : πληρωτέα έξοδα / πληρωτέα δαπάνη
- vanne de commande / soupape de réglage : βαλβίδα ομαλοποίησης
- avis de régularisation : ειδοποίηση ρύθμισης θέματος / ειδοποίηση διευθέτησης προβλήματος
- état de régularisation : κατάσταση διακανονισμού
Subscribe
0 Comments


