Εφαρμογή του

réintégrer στα ελληνικά
réintégrer
λέγεται
ρεεντεγκρέ
.
réintégrer
σημαίνει στα ελληνικά
επανεντάσσω / επανέρχομαι / επαναφέρω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- réintégrer d'office les pertes : επανεντάσσω αυτόματα της ζημίες
- somme réintégrée dans les résultats du siège : ποσό συνυπολογιζόμενο στα αποτελέσματα χρήσεως της έδρας
- avoir un droit de priorité pour être réintégré : έχω δικαίωμα επανένταξης κατά προτεραιότητα
- avoir un droit de priorité pour être réintégré : έχω δικαίωμα προτεραιότητας για επαναφορά
- réintégrer d'office les montants antérieurement déduits : επανεντάσσω αυτόματα τα ποσά που είχαν εκπέσει σε προηγούμενη φορολογική χρήση
Subscribe
0 Comments