Εφαρμογή του

relâcher στα ελληνικά
relâcher
λέγεται
ρελασέ
.
relâcher
σημαίνει στα ελληνικά
χαλαρώνω / αποφυλακίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- relâcher : απενεργοποιώ
- port d'escale / port de relâche : ενδιάμεσος λιμήν
- port de refuge / rade de refuge : λιμάνι καταφυγής / λιμένας καταφυγής
- port de relâche : αερολιμένας διέλευσης
- niveau de l'activité relâchée : στάθμη αποβαλλομένης ραδιενέργειας
Subscribe
0 Comments