Εφαρμογή του

relaxer στα ελληνικά
relaxer
λέγεται
ρελαξέ
.
relaxer
σημαίνει στα ελληνικά
ρελαξάρω / χαλαρώνω / αποφυλακίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- relaxe : αποφυλάκιση
- relaxation / état relaxé : χαλάρωση / ανάπαυση υλικού
- traitement relaxe / traitement de reconditionnement : χειρισμός για εξουδετέρωση των τάσεων
- balayage synchronisé / balayage relaxé synchronisé : συγχρονισμένη σάρωση
- base de temps relaxée : βάση χρόνου περιοδικής σάρωσης
- niveau standard relaxé : στάθμη αξιοπιστίας για συχνότητα αστοχίας εξαρτημάτων 0,15% σε 1000 ώρες
Subscribe
0 Comments