Εφαρμογή του

relèvement στα ελληνικά
relèvement
λέγεται
ρελεβμάν
.
relèvement
σημαίνει στα ελληνικά
σήκωμα / άνοδος / στίγμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- relèvement : οπισθοτομία
- relèvement : διόπτευση / αντιστοιχία
- expertise / relèvement du dommage : πραγματογνωμοσύνη ζημιών / πραγματογνωμοσύνη αβαρίας
- azimut / azimut direct : αζιμούθιο / αληθινή κατεύθυνση
- CNUURC / Commission des Nations unies pour l'unification et le relèvement de la Corée : UNCURK / Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ενοποίηση και την Ανασυγκρότηση της Κορέας
- compas azimutal / compas de relèvement : διοπτηρία πυξίδα / πυξίδα διοπτεύσεων
- tables d'azimut / tables de relèvement : πίνακας αζιμούθιου
- poste élévatoire / usine élévatoire : σταθμός ανύψωσης απόνερων
- relèvement exact : ακριβής διόπτευση
- azimut magnétique / palier magnétique : μαγνητικό εφέδρανο
Subscribe
0 Comments