Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

relief στα ελληνικά
relief
λέγεται
ρελιέφ
.
relief
σημαίνει στα ελληνικά
ανάγλυφο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- relief : ανάγλυφο
- relief : διαμόρφωση εδάφους
- DPCC / DPPA : Υπηρεσία για την Πρόληψη Καταστροφών και την Ετοιμότητα
- en relief : ανάγλυφο
- orogenèse / orogénèse : ορογένεση / ορογένεσις
- cécogramme / impression en relief à l'usage des aveugles : έντυπα σε γραφή μπράιγ / κείμενο σε γραφή τυφλών
- bas-relief : ελαφρώς ανάγλυφο
- bas-relief : εσώγλυφη ανάγλυφη παράσταση
- haut-relief : ισχυρώς ανάγλυφο
Subscribe
0 Comments


