Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

religion στα ελληνικά
religion
λέγεται
ρελιζιόν
.
religion
σημαίνει στα ελληνικά
θρησκεία / θρήσκευμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- religion : θρησκεία/θρήσκευμα
- religion / cours de religion : θρησκευτικά
- nom de religion : μικρό όνομα / θρησκευτικό όνομα
- nom de religion : μοναχικό όνομα
- liberté de religion / liberté religieuse (Admitted) : ανεξιθρησκία
- cours de religion : θρησκευτικά
- liberté religieuse / liberté de religion : θρησκευτική ελευθερία
- religion primitive : πρωτόγονη θρησκεία
- religion dominante : επικρατούσα θρησκεία
- professeur de religion : καθηγητής θρησκευτικών
Subscribe
0 Comments


