Εφαρμογή του

remettre στα ελληνικά
remettre
λέγεται
ρεμέτρ
.
remettre
σημαίνει στα ελληνικά
ξαναβάζω / ξαναφοράω / παραδίνω / αναβάλλω / απονέμω / se remettre ξαναρχίζω / συνέρχομαι / επαφίεμαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- remise / versement : έμβασμα
- relevage / remise sur rail : επαναφορά στη σιδηροτροχιά
- modifier / recomposer : επαναμορφοτυπώ
- jeu / remise : σύνδεση αργαλειού / μοντάρισμα αργαλειού
- relevage / enraillement : εντροχίαση / επανατοποθέτηση ενός οχήματος πάνω στις γραμμές
- remise : παράδοση
- revenir / réarmer : επαναθέτω / επανοπλίζω
- restaurer / remettre à l'état initial : επαναφέρω
- remettant : αποστολέας εμβάσματος
- remise / remise des droits : διαγραφή δασμών
Subscribe
0 Comments