Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

rémission στα ελληνικά
rémission
λέγεται
ρεμισιόν
.
rémission
σημαίνει στα ελληνικά
άφεση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- rémission spontanée : αυτόματη ύφεση / αυτόματη υποχώρηση
- médicament axé sur la rémission des symptômes : φάρμακο που προκαλεί υποχώρηση της φλεγμονής
- intoxication saturnine aigüe et en phase de rémission : δηλητηρίαση με μόλυβδο σε οξεία φάση και σε φάση ύφεσης
Subscribe
0 Comments


