Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

rémunération στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
rémunération
λέγεται
ρεμυνερασιόν
.
rémunération
σημαίνει στα ελληνικά
αμοιβή / αποδοχές
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • paie / salaire : αμοιβή / αποδοχές
  • rémunération / rémunération totale : αμοιβές και αποδοχές
  • rémunération : αμοιβή
  • rémunération : αποδοχές
  • rentabilité / taux de rendement : επιτόκιο / αποδοτικότητα χρηματιστηριακού τίτλου
  • tarif normal / tarif uniforme : συνήθης αμοιβή
  • gains / rémunérations : αποδοχές
  • absence payée / congé de maladie payé : αναρρωτική άδεια με αποδοχές
  • écart salarial / écart de salaire : μισθολογική ψαλίδα / μισθολογική διαφορά

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments