Εφαρμογή του

renoncer στα ελληνικά
renoncer
λέγεται
ρενονσέ
.
renoncer
σημαίνει στα ελληνικά
εγκαταλείπω / παραιτούμαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- lever l'immunité : παραιτούμαι της ετεροδικίας / αίρω την ασυλία
- renoncer à une marque : παραιτούμαι σήματος
- intention de renoncer : πρόθεση να παραιτηθεί (παραίτησης)
- renoncer à l'instance : παραιτούμαι από τη δίκη
- abandon des revendications / renoncer à toute prétention : παραιτoύμαι απσ κάθε αξίωση
- renoncer à l'accréditation : παραίτηση από τη διαπίστευση
- renoncer à toute prétention : παραιτούμαι από κάθε αξίωση
- renoncer expressément au bénéfice de la règle de spécialité : παραιτούμαι ρητώς του ευεργετήματος του κανόνα της ειδικότητας
- renoncer à son droit de présenter une réplique ou une duplique : παραιτούμαι από το δικαίωμα να υποβάλω απάντηση ή ανταπάντηση
- le titulaire de la marque communautaire renonce à la marque antérieure ou la laisse s'éteindre : ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος παραιτείται του προγενέστερου σήματος ή το α φήνει να αποσβεσθεί
Subscribe
0 Comments