Εφαρμογή του

renouer στα ελληνικά
renouer
λέγεται
ρενουέ
.
renouer
σημαίνει στα ελληνικά
πιάνω / τα ξαναφτιάχνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- traînasse / herbe à cochon : πολυγόνατον / πολύγονον το άρρεν
- pied rouge / renouée persicaire : πολύγονον η περσικάρια / πολύγονον το κραταιοφόρον
- poivre d'eau / renouée poivre d'eau : νεροπιπεριά / πολύγονο το υδροπέπερι
- renouée douce : πολύγονο το πράο
- renouée géante : πολύγονο το σαχαλίνειο
- renouée amphibe : πολύγονο το αμφίβιο
- renouée gonflée / renouée à feuilles de patience : λαπάτσα / πολύγονο το λαπαθόφυλλο
- renouée liseron : άγρια περικοκλάδα / πολύγονον η περικοκλάς
- renouée du Japon : πολύγονο το αιχμηρό
- renouée bistorte : πολύγονον το δίστροφον
Subscribe
0 Comments