Εφαρμογή του

rentable στα ελληνικά
rentable
λέγεται
ραντάμπλ
.
rentable
σημαίνει στα ελληνικά
αποδοτικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- non rentable : μη αποδοτικός / αντιπαραγωγικός
- site rentable : οικονομική θέση
- prêt improductif / prêt non rentable : μη εξυπηρετούμενο δάνειο / δάνειο που δεν εξυπηρετείται
- site non rentable : αντιοικονομική θέση
- méthode rentable : μέθοδος αποδοτική από πλευράς κόστους
- client non rentable : ασύμφορος πελάτης / μη βιώσιμος πελάτης
- pathologie rentable : επικερδής ασθένεια
- liaison non rentable : μη αποδοτική διαδρομή
- économiquement efficient / d'un rapport coût : οικονομικά αποδοτικός
- cession de filiales rentables : εκποίηση αποδοτικών θυγατρικών
Subscribe
0 Comments