Εφαρμογή του

renvoi στα ελληνικά
renvoi
λέγεται
ρανβουά
.
renvoi
σημαίνει στα ελληνικά
ρέψιμο / αναβολή / αποβολή / διώξιμο / παραπομπή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- renvoi / roue de renvoi : επιστροφή / τροχός επιστροφής
- renvoi : παραπομπή
- renvoi / double renvoi : διαπαραπομπή
- dévers / renvoi : εξοχή νομέα
- renvoi : αποπομπή
- renvoi : ανάστροφη ροή λόγω αστάθειας
- renvoi : συγκρότημα ανάσχεσης
- renvoi / renvoi de plafond : αυτάτρακτος / ενδιάμεση άτρακτος
- renvoi : υποσημείωση
- harnais / renvoi d'engrenages : ενδιάμεσο σύστημα οδοντοτροχών / δορυφορικό σύστημα οδοντοτροχών
Subscribe
0 Comments