Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

réparer στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
réparer
λέγεται
ρεπαρέ
.
réparer
σημαίνει στα ελληνικά
επισκευάζω / επανορθώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • réparer : αποκαθιστώ ζημία
  • réparer un dommage : αποκαθιστώ μία ζημιά
  • réparer un préjudice : αποκαθιστώ ζημία;επανορθώνω ζημία
  • réparer un préjudice : επανορθώνω ζημία
  • solution pour réparer / solution de caoutchouc : διορθωτικό διάλυμα
  • véhicule à réparer sur place : όχημα "να επιδιορθωθεί επί τόπου"
  • contrôler l'étanchéité des parties réparées : ελέγχω τη στεγανότητα επιδιορθωμένων μερών
  • la Communauté est tenue de réparer le dommage : η Kοινότης υποχρεούται σε αποκατάσταση της ζημίας
  • b) pour un dispositif ou des dispositifs réparés / fiabilité observée a) pour des dispositifs non réparés : παρατηρούμενη αξιοπιστία
  • biens à réparer ou réparés pour leur valeur entière : αγαθά που προορίζονται για επισκευή ή έχουν επισκευαστεί

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments