Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

repère στα ελληνικά
repère
λέγεται
ρεπέρ
.
repère
σημαίνει στα ελληνικά
σημάδι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- repère / repère de nivellement : υψομετρική αφετηρία
- repère / point identifié : στίγμα εξ όψεως
- repère : σταθερό υψομετρικό σημείο
- repère / point de repère : σημάδι γωνίας
- index / repère : δείκτης
- vernis / pates - repères par changement de couleur : βερνίκια / θερμοευαίσθητα υλικά:κιμωλίες
- repérer : ρίξιμο / διάταξις των σελίδων επί του πιεστηρίου
- abeille / hirondelle : σημάδι κοπής
- index / index réglable : ρυθμιζόμενος δείκτης
- repérer : συναρμόζω / συνταιριάζω
Subscribe
0 Comments


