Εφαρμογή του

répit στα ελληνικά
répit
λέγεται
ρεπί
.
répit
σημαίνει στα ελληνικά
ανάπαυλα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- soins de répit / prise en charge temporaire à l'extérieur : αντικατάσταση κατά το χρόνο της ανάπαυσης / εξασφάλιση προσωρινής μέριμνας εκτός κατοικίας
Subscribe
0 Comments