Εφαρμογή του

replier στα ελληνικά
replier
λέγεται
ρεπλιέ
.
replier
σημαίνει στα ελληνικά
αναδιπλώνω / ξαναδιπλώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- replier : διπλώνω / αναδιπλώνω
- pieds repliés : αναδιπλωμένα σκέλη
- dipôle replié / antenne trombone : αναδιπλωμένο δίπολο
- dipôle replié / antenne à dipôle replié : αναδιπλωμένη διπολική κεραία
- réseau replié : αναδιπλούμενο δικτύωμα / δικτύωμα επανεισαγωγής
- matrice repliée / matrice triangulaire : τριγωνική μήτρα / αναδιπλούμενη μήτρα
- position repliée : θέση ανάσυρσης
- biais à bords repliés : λοξότμητα τμήματα με αναδιπλωμένα άκρα
- doublet replié multiple : πολλαπλούν αναδιπλωμένο δίπολο
Subscribe
0 Comments