Εφαρμογή του

reprise στα ελληνικά
reprise
λέγεται
ρεπρίζ
.
reprise
σημαίνει στα ελληνικά
πάρσιμο πίσω / επανάληψη / ανάκαμψη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- reprise : επανέναρξη
- reprise : ανάκτηση
- reprise / coulée interrompue : διακεκομμένη απόχυση
- reprise : ψυχρό δίπλωμα
- reprise : επανάληψη / νέα προσπάθεια
- reprise : επιδιόρθωση συμμορφώσεως
- reprise : Επανεκκίνηση
- reprise : επανεκκίνηση
- reprise : επαναφορά
- reprise : συνέχιση
Subscribe
0 Comments