Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

réputé στα ελληνικά
réputé
λέγεται
ρεπυτέ
.
réputé
σημαίνει στα ελληνικά
ξακουστός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- réputé retiré / réputé abandonné : θεωρείται ότι ανακλήθηκε
- être réputé approuvé : θεωρούμαι εγκριθείς
- demande réputée retirée : αίτηση θεωρούμενη ανακληθείσα
- paiement réputé effectué : πληρωμή που θεωρείται πραγματοποιηθείσα
- demande réputée non introduite : η αίτηση θεωρείται ότι δεν έχει υποβληθεί
- l'opposition est réputée formée : η ανακοπή θεωρείται ασκηθείσα / η άσκηση της ανακοπής θεωρείται τετελεσμένη
- réputé exempté de l'interdiction : θεωρείται ότι εξαιρείται από την απαγόρευση
- l'opposition est réputée éteinte : η ανακοπή λογίζεται ως εκδικασθείσα
- dispostition réputée satisfaire à : διάταξη που θεωρείται ικανοποιητική
- les oppositions sont réputées réglées : οι ανακοπές θεωρούνται ως εκδικασθείσες
Subscribe
0 Comments


