Εφαρμογή του

réservoir στα ελληνικά
réservoir
λέγεται
ρεζερβουάρ
.
réservoir
σημαίνει στα ελληνικά
ρεζερβουάρ / ντεπόζιτο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- réservoir / espèce reservoir : ταμιευτήρας
- réservoir / réservoir à carburant : ρεζερβουάρ / δοχείο καυσίμου
- réservoir : δεξαμενή
- réservoir : σάκος
- réservoir : δεξαμενή / ταμιευτήρας
- réservoir : λίμνη περισυλλογής των υδάτων
- bâche / réservoir : δεξαμενή
- réservoir : συλλέκτης
- caisse / caisson : δεξαμενή / ντεπόζιτο(κν.)
- réservoir / barrage abreuvoir : ομβροδεξαμενή
Subscribe
0 Comments