Εφαρμογή του

résolu στα ελληνικά
résolu
λέγεται
ρεζολύ
.
résolu
σημαίνει στα ελληνικά
αποφασιστικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cellule circulaire résolue : διακριτό κυκλικό κελί / διακριτή κυκλική κυψέλη
- fluorescence résolue dans le temps : φθορισμός χρονικής ανάλυσης
- détails spectrographiques bien résolus : σαφή φασματογραφικά δεδομένα / όχι διφορούμενα φασματογραφικά δεδομένα
- le conflit devrait être résolu sur la base de l'équité et en égard à toutes les circonstances pertinentes : η διαφορά θα πρέπει να διευθετείται με βάση την αρχή της "δικαιοσύνης" και τα πραγματικά περιστατικά
Subscribe
0 Comments