Εφαρμογή του

resserrer στα ελληνικά
resserrer
λέγεται
ρεσερέ
.
resserrer
σημαίνει στα ελληνικά
συσφίγγω / ξανασφίγγω / στενεύω / πυκνώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- resserrer : κλείνω
- glacière / réserve à glace : αποθήκη πάγου / ψυκτικός θάλαμος εναποθήκευσης πάγου
- chenal resserré : στενός δίαυλος
- resserre à viande / chambre de conservation de viande : θάλαμος συντήρησης κρέατος
- graduation resserrée : Bαθμολόγηση
- caractéristiques resserrées de transistor à couche mince : συνωστισμένες χαρακτηριστικές τρανζίστορ λεπτού στρώματος
Subscribe
0 Comments