Εφαρμογή του

rétablir στα ελληνικά
rétablir
λέγεται
ρεταμπλίρ
.
rétablir
σημαίνει στα ελληνικά
αποκαταστώ / συνεφέρνω / se rétablir γίνομαι καλά
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- amputation / amputation dans la continuité : ακρωτηριασμός μακράν της αρθρώσεως / ακρωτηριασμός διά του οστού και όχι διά της αρθρώσεως
- rétablir une prestation : επαναφέρω παροχή
- rétablir dans ses droits : αποκαθίσταμαι στα δικαιώματά μου
- rétablir la communication de remorque : αποκαθιστώ την πρόσδεση ρυμουλκήσεως
- le demandeur est rétabli dans ses droits : ο καταθέτης αποκαθίσταται στα δικαιώματά του
Subscribe
0 Comments