Εφαρμογή του

retenue στα ελληνικά
retenue
λέγεται
ρετνύ
.
retenue
σημαίνει στα ελληνικά
κράτει / εγκράτεια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- harnais / système de retenue : σύστημα συγκράτησης / συσκευή για την απόσβεση των κραδασμών
- retenue : τιμωρία του μαθητή με πρόσθετη παραμονή στο σχολείο μετά το τέλος των μαθημάτων
- retenue : κράτηση
- bouchon / retenue : κυκλοφοριακή συμφόρηση
- report / retenue : κρατούμενο / κρατούμενο ψηφίο
- retenue : κρατούμενο / μεταφορά πληροφορίας
- retenue : νεύρο / ολκός
- retenue / retenue artificielle : ταμιευτήρας / τεχνητή λίμνη
- retenue / escompte : έκπτωση / προκαταβολική παρακράτηση
Subscribe
0 Comments