Εφαρμογή του

retoucher στα ελληνικά
retoucher
λέγεται
ρετουσέ
.
retoucher
σημαίνει στα ελληνικά
ρετουσάρω / περικόβω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- retoucher : ρετουσάρω / επισκευάζω
- retoucher : ρετουσάρω / επεξεργάζομαι
- retoucher : ρετουσαριστής
- correction / correction immédiate : πρόχειρη διόρθωση
- retouche / réparation : πρόχειρη επισκευή
- retouche : διόρθωση / επισκευή
- retouche : ρετούς / επεξεργασία
- retouche du moule : επιδιόρθωση τύπου / ρετουσάρισμα καλουπιού
- liquide à retouche : υλικά ρετουσαρίσματος / υλικά δευτερογενούς επεξεργασίας
- table pour retouche : τράπεζα διορθώσεων / τράπεζα ρετουσαρίσματος
Subscribe
0 Comments