Εφαρμογή του

retraite στα ελληνικά
retraite
λέγεται
ρετρέτ
.
retraite
σημαίνει στα ελληνικά
σύνταξη / υποχώρηση / αποστρατεία / απομόνωση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- rente / retraite : παροχές γήρατος / σύνταξη γήρατος
- retraite : επισυναλλαγματική
- rentier / retraité : συνταξιούχος / συνταξιούχος υπάλληλος
- retraité / titulaire de pension ou de rente : συνταξιούχος / δικαιούχος σύνταξης
- retrait / retrait du marché : απόσυρση / απόσυρση από την αγορά
- retrait : απόσυρση
- retrait : παραίτηση
- retrait : Υποχώρηση,άμπωτις,απόσυρση
- retrait / rétrécissement : μπάσιμο / στένεμα
- retrait : αφανής φύρα / απώλεια πλυσίματος
Subscribe
0 Comments