Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

rétrécissement στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
rétrécissement
λέγεται
ρετρεσισμάν
.
rétrécissement
σημαίνει στα ελληνικά
στένεμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • sténose / stricture : στένωση
  • retrait / rétrécissement : μπάσιμο / στένεμα
  • corset / rétrécissement : λαιμός φούρνου
  • rétrécissement : συστολή
  • rétrécissement : συρρίκνωση
  • micromisation / rétrécissement : σμίκρυνση
  • rétraction / rétrecissement : συστολή δέρματος / συρρίκνωση δέρματος
  • retrait / contraction : συρρίκνωση
  • rétrécissement mitral : στένωση της μιτροειδούς
  • rétrécissement urétral / rétrécissement urétral de Cowper : στένωση Cowper

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments