Εφαρμογή του

réunir στα ελληνικά
réunir
λέγεται
ρευνίρ
.
réunir
σημαίνει στα ελληνικά
ενώνω / συγκεντρώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- réunir : ταιριάζω / προσαρμόζω
- réunir / rapprocher : επανενώνω
- BIRPI / Bureaux internationaux réunis pour la protection de la propriété intellectuelle : BIRPI / Ηνωμένα Διεθνή Γραφεία δια την προστασίαν της ιδιοκτησίας επί των έργων διανοίας
- conclave : κονκλάβιο
- CRIET / Comités réunis de l'industrie de l'ennoblissement textile dans les CE : CRIET / Ηνωμένες Επιτροπές της Φινιριστικής Βιομηχανίας στην ΕΟΚ
- assemblée plénière / chambres réunies(D) : ολομέλεια του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου
- droit de se réunir / liberté de réunion : δικαίωμα συνάθροισης / ελευθερία του συνέρχεσθαι
- collège des contrôleurs / collège des autorités de surveillance : σώμα εποπτών / Σώμα εποπτικών αρχών
- se réunir de plein droit : το Κοινοβούλιο συνέρχεται αυτοδικαίως
- un canal réunit deux villes / une rivière réunit deux villes : μία διώρυγα συνδέει δύο πόλεις / ένας ποταμός συνδέει δύο πόλεις
Subscribe
0 Comments