Εφαρμογή του

révéler στα ελληνικά
révéler
λέγεται
ρεβελέ
.
révéler
σημαίνει στα ελληνικά
αποκαλύπτω / φανερώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- délégation non révélée : μη αποκαλυπτόμενη ανάθεση καθήκοντος
- l'auteur révèle son identité et justifie de sa qualité : ο συγγραφέας αποκαλύπτει την ταυτότητά του και αποδεικνύει την ιδιότητά του
- considérant qu'il se révèle opportun d'arrêter des directives : εκτιμώντας ότι είναι σκόπιμο να διατυπώσει (το Συμβούλιο) τις οδηγίες
Subscribe
0 Comments